- οινοπέδη
- οἰνοπέδη, ἡ (Α)βλ. οινόπεδος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οινόπεδος — οινόπεδος, ον (ΑΜ, Α θηλ. και έδη) αυτός που έχει έδαφος κατάλληλο για παραγωγή οίνου, αυτός που έχει χώρα αμπελοφόρο, οινοφόρο αρχ. 1. αυτός που παράγει άφθονο οίνο 2. (το θηλ. και το ο υ δ. ως ουσ.) ἡ οἰνοπέδη και τὸ οἰνόπεδον αμπελοφόρος γη,… … Dictionary of Greek
οἰνοπέδης — οἰνόπεδος with soil fit to produce wine fem gen sg (attic epic ionic) οἰνοπέδη with soil fit to produce wine fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰνοπέδῃσι — οἰνόπεδος with soil fit to produce wine fem dat pl (epic ionic) οἰνοπέδη with soil fit to produce wine fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)